Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Παράνομη η διάλυση κυτταροστατικών φαρμάκων από τους Νοσηλευτές


Στα πλαίσια της ενημέρωσης περί των επαγγελματικών καθηκόντων και των κλινικών αρμοδιοτήτων των νοσηλευτών, τονίζουμε ότι, σε καμία εκ των διατάξεων του ΠΔ 351/1989 δεν αναφέρεται ως επαγγελματική υποχρέωση των Νοσηλευτών η συμμετοχή τους στην διάλυση και παρασκευή των κυτταροστατικών φαρμάκων.

Τονίζεται δε, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 30§1 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 2683/1999), ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου ή της ειδικότητάς του. Κατά την ορθή ερμηνευτική προσέγγιση της ανωτέρω διατάξεως, ο υπάλληλος υποχρεούται να εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου στον οποίο ανήκει και όχι άλλου κλάδου, έστω και αν διαταχθεί. Η εκτέλεση των καθηκόντων αφορά την άσκηση της αρμοδιότητας, δηλαδή της εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπάλληλο. Συνεπώς, η εκτέλεση των καθηκόντων αποτελεί και δημόσιο δικαίωμα, δοθέντος ότι η αρμοδιότητα αποτελεί λειτουργικό δικαίωμα. Υπό το πρίσμα τούτο, ουδείς προϊστάμενος δικαιούται να επιφέρει μεταβολή στην άσκηση των καθηκόντων των υφισταμένων του υπαλλήλων, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος.
Επιπλέον, η κατευθυντήρια διάταξη ανευρίσκεται στο άρθρο 44 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο οι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα στη διασφάλιση συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας τους. Κατά πάγια και απολύτως ορθή ερμηνευτική εκδοχή της ανωτέρω διατάξεως, το άρθρο 44 αναγνωρίζει δημόσιο δικαίωμα υπέρ των υπαλλήλων το οποίο είναι αγώγιμο, δηλαδή θεμελιώνει την αξίωση και ενώπιον δικαστηρίου για την παροχή της νόμιμης προστασίας σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης της Διοίκησης.
Στην περίπτωση της διάλυσης των κυτταροστατικών φαρμάκων οι όροι υγιεινής και ασφάλειας ανάγονται σε ζήτημα μείζονος σημασίας, δοθέντος ότι τα κυτταροστατικά φάρμακα είναι υψηλής τοξικότητας, ενώ δύνανται να έχουν μεταλλαξιογόνες και καρκινογόνες επιδράσεις σε υγιείς οργανισμούς, εάν έρθουν σε επαφή με το δέρμα ή προκαλέσουν μόλυνση μέσω του αναπνευστικού συστήματος. Αυτομάτως γίνεται αντιληπτό, ότι η παρασκευή τέτοιων φαρμάκων πρέπει να γίνεται υπό αυστηρούς όρους υγιεινής και ασφάλειας, ήτοι από εξειδικευμένο προσωπικό με κατάλληλο εξοπλισμό και σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Σε διαφορετική περίπτωση, όπου δεν λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης, τίθεται ευθέως σε κίνδυνο η υγεία τόσο των νοσηλευομένων ασθενών, όσο και του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
Περαιτέρω, πέραν των γενικών ρυθμίσεων, πλήθος ειδικότερων νομοθετημάτων περιγράφει λεπτομερώς και με ακρίβεια τους όρους υγιεινής και ασφάλειας που θα πρέπει να πληρούνται σε κάθε εργασιακό χώρο. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα : α) το ΠΔ 307/1986 (Προστασία της υγείας των εργαζομένων που εκτίθενται σε ορισμένους χημικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας τους), η εφαρμογή του οποίου έχει επεκταθεί, δια του άρθρου 3§1 του ΠΔ 77/1993 στο Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, β) το ΠΔ 77/1993 που εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την οδηγία του Συμβουλίου 88/642/ΕΟΚ περί της προστασίας των εργαζομένων από τους κινδύνους που παρουσιάζονται συνεπεία εκθέσεώς τους κατά τη διάρκεια της εργασίας τους σε χημικά, φυσικά και βιολογικά μέσα, γ) το ΠΔ 395/1994 σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/655/ΕΟΚ περί των ελαχίστων προδιαγραφών ασφαλείας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους, το οποίο και τροποποιήθηκε δια του ΠΔ 89/1999 και του ΠΔ 155/2004, δ) το ΠΔ 396/1994 περί των ελαχίστων προδιαγραφών ασφαλείας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζομένους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία, ε) το ΠΔ 399/1994 περί της προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 90/394/ΕΟΚ, στ) το ΠΔ 105/1995 περί των ελαχίστων προδιαγραφών για την σήμανση ασφάλειας και υγείας στην εργασία σε συμμόρφωση με την Οδηγία 92/58/ΕΟΚ, ζ) το ΠΔ 186/1995 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων προς τις διατάξεις των οδηγιών 90/679/ΕΟΚ και 93/88/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους λόγω της έκθεσής τους κατά τη διάρκεια της εργασίας σε βιολογικούς παράγοντες, η) το ΠΔ 16/1996 σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/654/ΕΟΚ για τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας, θ) το ΠΔ 17/1996 που προβλέπει μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ, ι) το ΠΔ 176/1997 περί των μέτρων για την βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 92/85/ΕΟΚ, ια) ο Νόμος 2595/1998 δια του οποίου κυρώθηκαν τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και ιβ) το ΠΔ 338/2001 περί της προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες.
Από το πλέγμα όλων των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει άμεσα, ότι η διαδικασία παρασκευής των κυτταροστατικών φαρμάκων, ως εργασία ενέχουσα σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων, υπόκειται σε πλήθος ειδικών διατάξεων της εθνικής αλλά και της κοινοτικής νομοθεσίας, που αποβλέπουν στη θέσπιση προληπτικών κυρίως μέτρων, ικανών να διασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας και σεβασμού των όρων υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας.
Κατόπιν τούτων, καθίσταται σαφές ότι η παρασκευή των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων στα νοσοκομεία οφείλει να διενεργείται από εξειδικευμένο προσωπικό, διαθέτον τις απαιτούμενες προς αυτό γνώσεις και φέρον τον απαραίτητο εξοπλισμό, σε χώρους του φαρμακείου ειδικώς και καταλλήλως διαμορφωμένους. Πιο συγκεκριμένα, το αρμόδιο εν προκειμένω προσωπικό είναι οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί, κλάδος που δημιουργήθηκε δια του άρθρου 89 του Νόμου 2071/1992.
Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η διάλυση των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων δεν αποτελεί νοσηλευτική αρμοδιότητα.

2 σχόλια:


  1. Κ.κ Διευθυντά,
    θα μπορούσατε να δημοσιεύσετε το άρθρο μου;
    ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΔΟ-ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ;
    Μέχρι ώρα όλες οι προσπάθειες αντιμετώπισης του κινδύνου των ενδονοσ/κών λοιμώξεων (ΕΝΛ) των νος/μείων, εντοπίζονται κυρίως στην καθαριότητα-αντισηψία χεριών, ρούχων, υλικών, επιφανειών, τη χρήση μάσκας, γαντιών κλπ. Αγνοείται συστηματικά το ενδεχόμενο να διαχέονται μικρόβια στον αέρα και τελικά σε όλες τις επιφάνειες στο χώρο των θαλάμων, από τα υπολείμματα των κοπράνων στο περίνεο των ασθενών, ΜΕΤΑ την επίσκεψη τους στην τουαλέτα και το σκούπισμα με χαρτί τουαλέτας.
    Μια παρατήρηση-ερώτηση μου στο ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΛΟΙΜΞΕΩΝ των ΗΠΑ (CDC) και η απάντηση τους, φαίνεται ότι οδηγούν στην ανατροπή σημαντικών δεδομένων στα όσα ξέρουμε για τις καθιερωμένες ως τώρα αντιλήψεις για την αντιμετώπιση του μινώταυρου των Ενδονοσοκομειακών Λοιμώξεων.
    Η παρατήρηση-ερώτηση μου ήταν:
    « Είναι γνωστό ότι η άμεση επαφή με τα κόπρανα μπορεί να μεταδώσει μικρόβια. Όμως μήπως υπάρχει και ένας δεύτερος μηχανισμός μετάδοσης πολύ πιο επικίνδυνος, που συστηματικά αγνοείται;
    Το παραμένον υπόλοιπο των περιττωμάτων των ασθενών των νοσ/μείων, μετά τη χρήση του χαρτιού τουαλέτας και την έξοδο απ το WC, στεγνώνει και με την τριβή γίνεται σκόνη. Η ΣΚΟΝΗ αυτή στη συνέχεια πλημυρίζει τον αέρα του θαλάμου ή και όλου του νοσ/μείου, με επικίνδυνα για τους άλλους ασθενείς μικρόβια. (Να σημειωθεί ότι οι ασθενείς των νοσ/μείων συνήθως είναι αδύναμοι, με κινητικά προβλήματα κλπ, που συχνά δε μπορούν ακόμα και να χρησιμοποιήσουν επαρκώς το χαρτί, ιδίως αν συνυπάρχουν αιμορροϊδες, τριχωτό περίνεο κ.α). Τι γνωρίζει το CDC επ αυτού; »

    Στην απάντηση* του το CDC παραδέχεται ότι δεν μπορεί να απαντήσει στην σχετική ερώτηση-παρατήρηση μου.
    Δηλ. παραδέχεται έμμεσα την έλλειψη σχετικών μελετών και γνώσης πάνω στο ζήτημα, πως η πηγή μικροβίων, που εγώ ανέφερα, μπορεί να υπάρχει, αφού δεν έχει αποκλειστεί από κάποια έγκυρη επιστημονική έρευνα (αλλιώς θα μπορούσε να μου δώσει κάποια απάντηση, θετική ή αρνητική) και έτσι είναι βέβαιο ότι είχε αφεθεί ως τώρα ανεμπόδιστη να τροφοδοτεί το νοσ/κό χώρο με επικίνδυνα μικρόβια και βέβαια να είναι η αιτία για την αποτυχία όλων των προσπαθειών για την πρόληψη των ΕΝΛ. Τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει το σχολαστικό πλύσιμο-αντισηψία των χεριών του νοσηλευτικού προσωπικού, όταν ο αέρας του θαλάμου «βρέχει» μικρόβια ;
    Το περίεργο και λυπηρό είναι ότι παρ όλη αυτή την έλλειψη σχετικών στοιχείων και ντοκουμέντων, είχε επικρατήσει διεθνώς από χρόνια, μια εντελώς ατεκμηρίωτη και εμφανώς αντιεπιστημονική αντίληψη, περί των τρόπων υγιεινής πρόληψης των ΕΝΛ, πράγμα που ίσως είναι η αιτία αναρίθμητων θανάτων από ΕΝΛ, που θα μπορούσαν να προληφθούν εύκολα, αλλά και ουρολοιμώξεων, λόγω του ίδιου μηχανισμού πρόκλησης.
    ΖΗΣΗΣ ΚΟΝΤΟΓΟΥΝΗΣ, συν/χος ιατρός. zikonto@hotmail.com

    *Το πρωτότυπο της απάντησης του CDC είναι :
    CDCInfo
    Τετ 17/10/2018, 11:40 μ.μ.
    Thank you for your inquiry to CDC-INFO. Your request for information was forwarded to the CDC Division of Healthcare Quality Promotion. We hope you find their reply helpful.
    Thank you for writing back to us. CDC cannot answer your specific question regarding fecal dust and environmental contamination. Environmental surfaces that are contaminated with infectious fecal material can be an important factor in the transmission of certain diseases; however, we cannot address the role of fecal dust following wiping.
    Thank you again. We hope the information provided is helpful.
    Sincerely,
    CDC’s Division of Healthcare Quality Promotion Public Inquiries Team

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή